- ἡνιορράφος
- ἡνιο-ρράφος [ᾰ], ὁ,A saddler, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηνιορράφος — ἡνιορράφος, ὁ (Α) αυτός που ράβει ηνία, χαλινούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + ρραφος (< ραφή), πρβλ. ιστιο ρράφος, μηχανο ρράφος] … Dictionary of Greek
ηνία — Οι δερμάτινοι ιμάντες, γνωστοί και ως γκέμια, που προσδένονται στους δακτυλίους που βρίσκονται στις δύο άκρες του χαλιναριού και χρησιμεύουν στην οδήγηση ενός υποζυγίου. Το είδος των η. διαφέρει ανάλογα με το αν ο οδηγός είναι έφιππος, πεζός ή… … Dictionary of Greek